Αυγουστιάτικο μεσημέρι, σε μιά απο τις πιο όμορφες πόλεις του Ελληνικού βορρά. Ενα κακοπαθημένο, δικάβαλλο χωματερό, ανεβαίνει ήσυχα το δρόμο με τις καφετέριες, και παρκάρει κάπου, στη σκιά. Είναι δίχρονο, παλιό αλλά κομπλέ, απο αυτά τα μοτεράκια που είναι προορισμένα να δουλεύουν για πάντα. Αλλά τι λάστιχα…
Και φσσστ, γυρνάει η μνήμη στα χρόνια που υπήρχε ένα «γυμνό» εντουράκι χωρίς αριθμό και φώτα για αγώνες και για κυκλοφορία, και το έδινα για βόλτα το τετράγωνο στου Ελληνωρώσων στον Αποστόλη που τον φωνάζαμε Τόλη, και σε αντάλλαγμα έπαιρνα το μηχανάκι του το Ζακς Πρίορ το πενηντάρι για να βγάλω βόλτα το κορίτσι το βράδυ, μηχανοκίνητοι Τομ Σώγερ εργατικών συνοικιών…
Και αυτό, ΑΝ υπήρχε τάλληρο για βενζίνη.
Σε καταλαβαίνω, φίλε μου
Και μετά, αργότερα, με εκείνο το δυσκολοπληρωμένο (και τελικά χαμένο…) εφτάμιση, που όλο έμενε και το έσπρωχνα στο βενζινάδικο βοηθώντας με τη μίζα στις ανηφόρες, μέχρι που έμενε απο μπαταρία, αλλά έφερνα με τα πόδια ένα λίτρο σε μπουκάλι, και ευτυχώς, τα πρώτα Κ(0) είχαν και μανιβέλλα…
Σε καταλαβαίνω, φίλε μου
Εύκολο και ευχάριστο το να μιλάς για καινούργια λάστιχα, όμορφα κράνη, ζεστά δερμάτινα και μοντέρνες μοτοσυκλέτες, αν έχεις τον τρόπο να τα αποκτήσεις.
Αλλά δύσκολο και οδυνηρό αν δεν έχεις μία.
Τα πως και τα γιατί δεν έχουν τόση σημασία. Γιατί αυτό που μετράει, είναι ότι σήμερα υπάρχει κόσμος, κόσμος πολύς, που τα φέρνει βόλτα απο δύσκολα μέχρι καθόλου.
Και δεν θα πω ποτέ στον φίλο, στους φίλους, που βλέπουν το μηχανάκι τους χωρίς λάστιχα, με «έτοιμη» αλυσσίδα και τελειωμένο μοτέρ, «να μην το καβαλήσουν γιατί είναι επικίνδυνο»!
Γιατί σε καταλαβαίνω, φίλε μου…
Επειδή θυμάμαι όλα τα μηχανάκια που πόθησα και δεν μπόρεσα, όλες τις στιγμές που πάλεψα αλλά δεν τα κατάφερα, όλες τις φορές που ένιωσα το σύμπαν εναντίον μου, όλα τα βράδυα “που έκλεισα” και τα πρωϊνά που συνέχισα, επειδή βρήκα κάπως, από κάποιον, απο κάποιους, «λίγα λίτρα βενζίνης» για να βάλω, για να πάρω, μπροστά ξανά.
Και επειδή όποιος μου μιλούσε για τα «ανοιγμένα» λάστιχα, για το κράνος που δεν φόραγα, για τον θόρυβο που έκανα, για τον τρόπο που οδηγούσα και γι’ αυτά που έλεγα, γινόταν αυτόματα εχθρός μου.
Και εγώ δεν θέλω να με νιώσεις εχθρό.
Γιατί σε καταλαβαίνω, φίλε μου…
Και έχω εκατό ιστορίες να σου διηγηθώ, που κάποιες ίσως να μοιάζουν πολύ με την δική σου.
Όπως αυτή για το παλληκαράκι που ποθούσε αλλά δεν μπορούσε να τρέξει σε ένα αγώνα τις παλιές τις μέρες του Εντούρο, γιατί δεν είχε τη συμμετοχή, δεν είχε αλυσσίδα ούτε και γρανάζια, δεν είχε πίσω λάστιχο, του έλειπε η βενζίνη.
Και κάποιος, κάπως, του τα βρήκε.
Και το παιδί, έγινε Πρωταθλητής…
Γι’ αυτό σε καταλαβαίνω, φίλε μου.
Και, για δες. Πρέπει να έχω ακόμα εκείνο το ζευγάρι τα παλιά λάστιχα, που όμως έχουν κάμποσες χιλιάδες χιλιόμετρα ακόμα επάνω τους, και δεν μου έκανε καρδιά να τα αφήσω
Και το κράνος το περασμένο και φορεμένο, που μαζεύει σκόνη και περιμένει να πολυμεριστεί και να γίνει άχρηστο.
Δεν θέλω να «στα χαρίσω», ή να «στα δωρίσω».
Θέλω να στα δώσω, συνάδελφε.
Επειδή ας πούμε ότι τώρα εγώ κουτσομπορώ, κι εσύ ακόμα το παλεύεις.
Κι επειδή ξέρω, ότι όσο το μηχανάκι σου δουλεύει κι εσύ μπορείς να το καβαλάς, περίπτωση να μείνει κλειδωμένο δεν υπάρχει, κι ας φτάσει να πηγαίνει με τις ζάντες.
Αυτό έκανα κι εγώ και πολλοί άλλοι, αυτό και θα ξανάκανα, όπως και πολλοί άλλοι, αν με έβαζε η ζωή μπροστά στο δίλημμα.
Οι πολλοί άλλοι με εκείνο το ξεχασμένο ζευγάρι λάστιχα, και το κράνος που δεν χρησιμοποιούν πια.
Και κάπως θα βρεθούμε, θα συντονιστούμε και θα συνεννοηθούμε μεταξύ μας, όλοι οι συνάδελφοι, αρχίζοντας σήμερα, απο εδώ.
Γιατί σε καταλαβαίνουμε, φίλε μου.
Γιατί σας καταλαβαίνουμε, φίλοι μας…
Δημήτρης Παπανδρέου